- χασμουρητό
- τοαλλεπάλληλα χασμουρήματα, το να χασμουριέται κανείς κατ' επανάληψη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χασμουρητό — το, Ν 1. χάσμημα 2. (με περιλπτ. σημ.) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί χασμουρητό είναι αυτό που μέ έπιασε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. ητό (πρβλ. κυνηγ ητό)] … Dictionary of Greek
τάνυσμα — Ένα τ. με ν δείκτες εναλλαγής συνδυασμένο με τα διανύσματα του τακτικού χώρου, είναι μία συνάρτηση Τ η οποία σε κάθε διατεταγμένη νιάδα διανυσμάτων v1, v2, ..., νν συνδυάζει έναν πραγματικό αριθμό Τ (v1, v2, ..., vν) κατά τρόπο, ώστε να υφίσταται … Dictionary of Greek
χάσμη — ἡ, Α 1. χασμουρητό 2. αντικείμενο στο οποίο προσβλέπει αυτός που χάσκει, που χαζεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ τού χάσκω* / χαίνω κατάλ. μη (πρβλ. πλήσ μη, χάρ μη)] … Dictionary of Greek
χάσμηση — η / χάσμησις, ήσεως, ΝΜΑ [χασμῶμαι] χασμουρητό μσν. γραμμ. χασμωδία … Dictionary of Greek
χαζός — ή, ό, Ν 1. (για πρόσ.) α) αυτός που χάσκει, χάχας β) (κατ* επέκτ.) ανόητος, ελαφρόμυαλος, βλάκας 2. (για πράγμ.) ανούσιος, ασήμαντος, χωρίς ενδιαφέρον ή καλό γούστο («χαζό έργο»). επίρρ... χαζά Ν με χαζό τρόπο («γελάει χαζά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάζι … Dictionary of Greek
χασμουριέμαι — και χασμουριούμαι ή χασμουριώμαι Ν 1. έχω χασμουρητό, χασμώμαι 2. (ειδικά) νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. τού ρ. χασμῶμαι σχηματισμένοι μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *χασμ ούρα (< χάσμη + κατάλ. ούρα, πρβλ. χασ ούρα)] … Dictionary of Greek
χασμούρημα — το, Ν χασμουρητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. ημα (< ρ. σε ώ), πρβλ. σταυροκόπ ημα] … Dictionary of Greek
χασμός — ὁ, Μ χασμουρητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ τού χάσκω* / χαίνω + κατάλ. μός (πρβλ. φραγ μός)] … Dictionary of Greek
χασμώδης — ῶδες, Α [χάσμη] 1. αυτός που χασμουριέται διαρκώς 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χασμῶδες α) συνεχές χασμουρητό β) διαρκής νωθρότητα 3. φρ. «τὸ χασμῶδες τῶν φωνηέντων» γραμμ. χασμωδία (Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek
χηνύστρα — ἡ, Α [χηνύσσω] 1. χάσμη*, χασμουρητό 2. το να στριφογυρίζει κανείς εδώ κι εκεί … Dictionary of Greek